ανορθωτικός

ανορθωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί ανόρθωση, ανορθωτής
2. αυτός που αναφέρεται στην ανόρθωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανορθωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανορθωτικός — ή, ό επίρρ. α 1. αυτός που συντελεί ή επιδιώκει την ανόρθωση: Οι ανορθωτικές προσπάθειες στην παιδεία απέτυχαν. 2. (φυσ.), «ανορθωτική λυχνία», αυτή που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία του ανορθωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”